ἀποδεδειγμένως

ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειγμένως
demonstrably
indeclform (adverb)
ἀποδείκνυμι
point away from
perf part mp masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εναπόδεικτος — ἐναπόδεικτος, ον (Α) αυτός που γίνεται φανερός με αποδείξεις, αποδεδειγμένος, σαφής, φανερός, εναργής («τὰς ἐναποδείκτους τοῡ δεσπότου φωνάς», Αθανάσ.). επίρρ... ἐναποδείκτως αποδεδειγμένως, σαφώς, φανερά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”